- μεσουρανίζω
- (Μ μεσουρανίζω)μεσουρανώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεσουρανώ κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσουράνισμα — το (ΑM μεσουράνισμα) το να βρίσκεται ένα ουράνιο σώμα στο μέσον τού ουρανού, το μεσουράνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *μεσουρανίζω ή μεταπλ. τ. τού μεσουράνημα. κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek